- καζουιστικός
- -ή, -ό1. (φιλοσ. και κοινων.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε διάφορες επιμέρους περιπτώσεις στην πράξη2. το θηλ. ως ουσ. η καζουιστικήμέρος τής ηθικής που πραγματεύεται τη μέθοδο προσκτήσεως οδηγιών με την αντιμετώπιση ειδικών περιπτώσεων τού πρακτικού βίου, κατά τις οποίες προκύπτει σύγκρουση καθηκόντων, αλλ. περιπτωσιολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. casuistique < casuiste (βλ. καζουιστής)].
Dictionary of Greek. 2013.